- προκρούω
- και δωρ. παρατ. πρόκροον, και λακων. παρατ. προύκρουον Α1. χτυπώ κάτι2. επιμηκύνω, τεντώνω κάτι σφυρηλατώντας το ([για τον Προκρούστη] «τῶν ἐλαττόνων τοὺς πόδας προέκρουεν», Διόδ.)2. επιτίθεμαι3. (σχετικά με γυναίκα) συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι («μὴ σποδεῑν αὐτὴν πρὶν ἂν τὴν γραῡν προκρούσῃ πρῶτον», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.