προκρούω

προκρούω
και δωρ. παρατ. πρόκροον, και λακων. παρατ. προύκρουον Α
1. χτυπώ κάτι
2. επιμηκύνω, τεντώνω κάτι σφυρηλατώντας το ([για τον Προκρούστη] «τῶν ἐλαττόνων τοὺς πόδας προέκρουεν», Διόδ.)
2. επιτίθεμαι
3. (σχετικά με γυναίκα) συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι («μὴ σποδεῑν αὐτὴν πρὶν ἂν τὴν γραῡν προκρούσῃ πρῶτον», Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προκρουσμός — ὁ, Α [προκρούω] η πρόκρουσις* …   Dictionary of Greek

  • πρόκρουμα — ούματος, τὸ, Α [προκρούω] προανάκρουσμα, προαναγγελία …   Dictionary of Greek

  • πρόκρουσις — ούσεως, ἡ, Α [προκρούω] ονομασία μουσικής φράσης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”